καταπλήξει

καταπλήξει
κατάπληξις
amazement
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
καταπλήξεϊ , κατάπληξις
amazement
fem dat sg (epic)
κατάπληξις
amazement
fem dat sg (attic ionic)
καταπλήσσω
strike down
aor subj act 3rd sg (epic)
καταπλήσσω
strike down
fut ind mid 2nd sg
καταπλήσσω
strike down
fut ind act 3rd sg
καταπλήσσω
strike down
aor subj act 3rd sg (epic)
καταπλήσσω
strike down
fut ind mid 2nd sg
καταπλήσσω
strike down
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μαλάλας, Ιωάννης — (6ος αι. μ.Χ.). Εξελληνισμένος Σύρος χρονογράφος. Η χρονογραφία του –η παλαιότερη γνωστή του είδους– καλύπτει την περίοδο από τους μυθικούς χρόνους της αιγυπτιακής ιστορίας έως τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Γραμμένη με το… …   Dictionary of Greek

  • Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος- — (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την… …   Dictionary of Greek

  • ανθεκτικότητα — η ικανότητα για αντοχή: Η ανθεκτικότητα του νέου αυτού τους είχε καταπλήξει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”